συνηχώ

συνηχώ
(ε) αμετ. быть созвучным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συνηχώ" в других словарях:

  • συνηχώ — συνηχῶ, έω, ΝΑ [ἠχῶ] ηχώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο ή ηχώ σε συμφωνία ή αρμονία με κάποιον άλλο αρχ. 1. αντηχώ 2. κάνω κάποιον να αντηχεί 3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνηχώ — συνηχώ, συνήχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνήχεια — ἡ, ΜΑ [συνηχῶ] συριστικός ήχος, σιγμός …   Dictionary of Greek

  • συνήχηση — η / συνήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνηχῶ] 1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ [Σοφ.] 2. (κυρίως στην αρχ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»